- μύξης
- μύξαdischarge from the nosefem gen sg (attic epic ionic)μυξάωpres ind act 2nd sgμυξάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύξης — και μυξής, θηλ. μυξού [μύξα] 1. αυτός από τη μύτη τού οποίου τρέχουν συνεχώς μύξες, μυξιάρης 2. (ως ονειδιστική προσφώνηση) ανίκανος, τιποτένιος, μηδαμινός … Dictionary of Greek
μύξης — ο θηλ. μυξού ο μυξιάρης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
утереть нос — (кому) иноск.: озадачить выскочку, осадить, принизить (считая его не высморкавшимся, юным, не умеющим сморкаться) Ср. Рецензентишкам следует утереть нос и довести их до сознания, что они сволочь! П. Боборыкин. Перевал. 2, 1. Ср. Шваб сразу утер… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Утереть нос — Утереть носъ (кому), иноск. озадачить выскочку, осадить, принизить (считая его не высморкавшимся, юнымъ, неумѣющимъ сморкаться). Ср. Рецензентишкамъ слѣдуетъ утереть носъ и довести ихъ до сознанія, что они сволочь! П. Боборыкинъ. Перевалъ. 2, 1.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ανεμπαίζω — κ. ανα (Μ ἀνεμπαίζω) 1. εμπαίζω, περιγελώ παροιμ. «ο μυξής αναμπαίζει το σαλιάρη», «κάθετ η πομπή στη στράτα κι αναμπαίζει τους διαβάτες» (για τους καταγέλαστους που περιγελούν άλλους όμοιους ή καλύτερούς τους) 2. εξαπατώ … Dictionary of Greek
μυξιάρης — και μυξάρης άρα, ικο [μύξα] 1. αυτός που τού τρέχουν συνεχώς οι μύξες, μύξης 2. (ως μειωτικός χαρακτηρισμός) ανίκανος, μηδαμινός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ. το μυξ(ι)άρικο (περιφρονητικά) καχεκτικό παιδί … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
πρόσπηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προσπήγνυμι] 1. ύλη που συγκεντρώνεται και στερεοποιείται σε ένα μέρος («προσπήγματα μύξης», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. τὰ προσπήγματα (κατά τον Ησύχ.) μέρη πλοίου … Dictionary of Greek